- εύδειπνος
- εὔδειπνος, -ον (Α)1. αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο δείπνο («εὔδειπνοι δαῑτες», Ευρ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔδειπνασυμπόσιο προς τιμήν τών νεκρών3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔδειπνοιοι νεκροί προς τιμήν τών οποίων παρατίθεται δείπνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείπνον].
Dictionary of Greek. 2013.